- κρυψίγαμος
- η , ο[ν]1) состоящий в тайном браке; 2) см. κρυπτογαμικός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρυψίγαμος — η, ο αυτός που έκανε κρυφό γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + γάμος (< γαμῶ), πρβλ. ά γαμος, εξώγαμος] … Dictionary of Greek
κρυψιγαμία — η (Μ κρυψιγαμία) [κρυψίγαμος] κρυφός γάμος, κλεψιγαμία* … Dictionary of Greek